- κεκραμένος
- κεράννυμιmixperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
MYRINES seu MYRRHINES — Graece Μυρίνης οἶος, vinum Graecis dictum est, temperatum unguentô, vel cui superinfundebatur unguentum, ὁ μύρῳ κεκραμένος,idem cum murrhina Latinorum. Nam inter dulcia murrinam numerant prisci Comici Latidi. Plautus in Pseudolo, Act. 2. sc. 4.… … Hofmann J. Lexicon universale
ζωρός — ζωρός, όν (Α) 1. (για κρασί) α) χωρίς νερό, καθαρός, αγνός, άκρατος β) αυτός που έχει αναμιχθεί με επιτυχία 2. (για δηλητήρια ή ναρκωτικές ουσίες) καθαρός, ανόθευτος 3. (για τροφή) ουσιαστικός («διδόναι τι ζωρότερον έσθίειν», Ιπποκρ.) 4. (για… … Dictionary of Greek
κεκραμένως — (Α) επίρρ. 1. με μέτρια ανάμιξη, μέτρια, συγκερασμένα 2. (στη ζωγρ.) με έκφραση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεκραμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού κεράννυμι «αναμιγνύω»] … Dictionary of Greek
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
συμπόσιο(ν) — Ονομασία που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στην πλούσια συνεστίαση με ποτό, που τη συνδύαζαν με μουσική, απαγγελία και συζητήσεις. Ευθύς μετά το φαγητό, οι δούλοι πρόσφεραν στους συνδαιτυμόνες νερό και αρωματικό σαπούνι για να πλύνουν τα χέρια τους.… … Dictionary of Greek